- φελώ
- φελῶ, -άω, ΝΜ1. (μτβ.) ωφελώ κάποιον2. (αμτβ.) είμαι χρήσιμος, έχω αξία (α. «ήτο δειλό κι ακάτεχο, στ' άρματα δεν εφέλα», Ερωτόκρ.β. «καὶ μάθε τὰ γραμματικά, ἂν θέλῃς νὰ φελέσῃς», Πρόδρ.)νεοελλ.παροιμ. «όπου φελά, παντού φελά» — δηλώνει ότι ο αληθινά ικανός πετυχαίνει παντού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωφελώ, με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.